κουράρε ή κουράριο — Αλκαλοειδές που απομονώνεται από διάφορα τροπικά φυτά της Αμερικής –και ιδιαίτερα του γένους Strychnos– και προκαλεί παράλυση. Η ουσία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από ιθαγενείς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για να δηλητηριάζουν τα… … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
κουραρίζω — [κουράριον] υποβάλλω κάποιον στην επίδραση κουραρίου, τόν δηλητηριάζω με κουράριο … Dictionary of Greek
κουραρίνη — η·(βιοχημ.) ονομασία πολλών αλκαλοειδών που εκχυλίζονται από το κουράριο και συγγενεύουν χημικά με τη στρυχνίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. curarine < γαλλ. curare (< ισπ. curare < kurari, λ. τής καραϊβικής ομάδας … Dictionary of Greek
κουραρισμός — ο ιατρ. 1. η υποβολή ενός ατόμου στην επίδραση κουραρίου ή συνθετικών παραγώγων που δρουν όπως το κουράριο, για θεραπευτικούς σκοπούς 2. το σύνολο τών φαινομένων που προκαλούνται από τη χρήση κουραρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
Μποβέ, Ντανιέλ — (Daniel Bovet, Νεσατέλ 1907 – Ρώμη 1992). Ελβετός χημικός. Σπούδασε στη Γενεύη και από το 1932 στο Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού· από το 1947 ανέπτυξε την επιστημονική του δραστηριότητα στο Ανώτατο Ινστιτούτο Υγείας της Ρώμης, και το 1957… … Dictionary of Greek