κουράριο

κουράριο
και κουράρε, το
(φαρμ.) κοινή ονομασία ουσιών φυτικής και, σπάνια, ζωικής προέλευσης ή ουσιών που παρασκευάζονται συνθετικά, οι οποίες έχουν ισχυρότατη παραλυτική δράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. curare (< ισπ. curare < kurari, λ. τής καραϊβικής ομάδας γλωσσών). Η λ., στον λόγιο τ. κουράριον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουράρε ή κουράριο — Αλκαλοειδές που απομονώνεται από διάφορα τροπικά φυτά της Αμερικής –και ιδιαίτερα του γένους Strychnos– και προκαλεί παράλυση. Η ουσία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από ιθαγενείς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για να δηλητηριάζουν τα… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • κουραρίζω — [κουράριον] υποβάλλω κάποιον στην επίδραση κουραρίου, τόν δηλητηριάζω με κουράριο …   Dictionary of Greek

  • κουραρίνη — η·(βιοχημ.) ονομασία πολλών αλκαλοειδών που εκχυλίζονται από το κουράριο και συγγενεύουν χημικά με τη στρυχνίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. curarine < γαλλ. curare (< ισπ. curare < kurari, λ. τής καραϊβικής ομάδας …   Dictionary of Greek

  • κουραρισμός — ο ιατρ. 1. η υποβολή ενός ατόμου στην επίδραση κουραρίου ή συνθετικών παραγώγων που δρουν όπως το κουράριο, για θεραπευτικούς σκοπούς 2. το σύνολο τών φαινομένων που προκαλούνται από τη χρήση κουραρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • Μποβέ, Ντανιέλ — (Daniel Bovet, Νεσατέλ 1907 – Ρώμη 1992). Ελβετός χημικός. Σπούδασε στη Γενεύη και από το 1932 στο Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού· από το 1947 ανέπτυξε την επιστημονική του δραστηριότητα στο Ανώτατο Ινστιτούτο Υγείας της Ρώμης, και το 1957… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”